σαρκωμάτων

σαρκωμάτων
σάρκωμα
fleshy excrescence
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπερσάρκωση — η / ὑπερσάρκωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑπερσαρκῶ (II)] σχηματισμός υπερσαρκώματος, έκφυση υπέρογκων σαρκωμάτων σε επουλωμένο τραύμα αρχ. μτφ. υπερηφάνεια, αλαζονεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”